- μύτη
- (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της όσφρησης. Ανατομικά διακρίνεται σε εξωτερική και εσωτερική μ., η οποία αντιστοιχεί στις ρινικές κοιλότητες. Η εξωτερική μ. έχει οστέινο σκελετό στο ανώτερο και χόνδρινο στο κατώτερο τμήμα της· μερικοί μικροί μύες εκτελούν περιορισμένες κινήσεις των χόνδρων και του δέρματος που καλύπτει τη μ. Το εξωτερικό σχήμα της μ. ποικίλλει, ανάλογα με τη φυλή και την εθνική ομάδα, και από άτομο σε άτομο· ανάλογα με το προφίλ της διακρίνεται σε ευθύγραμμη ή του Αυγούστου, σε ελληνική, εάν είναι ευθεία χωρίς κοίλανση στη ρίζα της, σε αέτειο, εάν είναι κυρτή, σε εφιππιοειδή ή σωκράτειο εάν είναι κοίλη. Στη βάση της μ. ανοίγονται, με τα δύο ρουθούνια, οι πρόδρομοι των ρινικών κοιλοτήτων όπου υπάρχουν και μερικές τρίχες, οι οποίες παρεμποδίζουν την είσοδο του κονιορτού. Οι πρόδρομοι οδηγούν στις ρινικές κοιλότητες που βρίσκονται μεταξύ του ηθμοειδούς, των γναθικών οστών και της υπερώας. Οι δύο ρινικές κοιλότητες, οι οποίες χωρίζονται μεταξύ τους από ένα οστεοχόνδρινο διάφραγμα που φτάνει έως την εξωτερική μ. καλύπτονται εσωτερικά από ένα βλεννογόνο, πλούσιο σε βλεννοποιούς αδένες, και έχουν αρκετά πολύπλοκο σχήμα εξαιτίας της παρουσίας τριών οστέινων επαρμάτων, τα οποία ξεκινούν από τα πλάγια τοιχώματα και καλούνται ρινικές κόγχες· τα ανοίγματα των ρινικών κοιλοτήτων προς τον φάρυγγα καλούνται χοάνες. Με τις κοιλότητες της μ. επικοινωνούν άμεσα ή έμμεσα μερικές κοιλότητες γειτονικών οστών, η μεγαλύτερη από τις οποίες βρίσκεται στο εσωτερικό της άνω γνάθου και καλείται γναθαίος κόλπος ή ιγμόρειον άντρον· οι άλλες κοιλότητες σχηματίζονται στο μετωπιαίο, στο ηθμοειδές και στο σφηνοειδές οστό. Στο ψηλότερο τμήμα των ρινικών κοιλοτήτων βρίσκεται ο οσφρητικός βλεννογόνος.
Η μ. και οι παραρινικοί κόλποι συμμετέχουν στη λειτουργία της αναπνοής, στην αίσθηση της όσφρησης, στη φώνηση· ο αέρας που περνά από αυτούς υγραίνεται, και ένα μέρος του οδηγείται στα οσφρητικά κύτταρα, ενώ η φωνή βρίσκει στις ρινικές κοιλότητες και στους παραρινικούς κόλπους κατάλληλα αντηχεία.
Η παθολογία της εξωτερικής μ. συνίσταται κυρίως σε κατάγματα και μερικές παθήσεις του δέρματος, ενώ της εσωτερικής μ. σε φλεγμονές που καλούνται ρινίτιδες, η πλέον κοινή μορφή των οποίων αντιστοιχεί στο λεγόμενο συνάχι· συχνές και σημαντικές για τις επιπλοκές τους είναι οι παραμορφώσεις του ρινικού διαφράγματος. Από τις παθολογικές διεργασίες των παραρινικών κόλπων, γνωστότερες και συχνότερες είναι οι φλεγμονές, δηλαδή οι κολπίτιδες και απ’ αυτές συνηθέστερες είναι οι ιγμορίτιδες.
Τομή της κεφαλής στην οποία φαίνεται το πλάγιο τοίχωμα της αριστερής ρινικής κοιλότητας. Ο βλεννογόνος των ρινικών κόγχων έχει αφαιρεθεί για να φανούν τα υποκείμενα μέρη. 1. φλεβικό πλέγμα? 2. κάτω κόγχη? 3. μέση κόγχη? 4. φλεβικό πλέγμα? 5. πτερυγοϋπερώιο γάγγλιο? 6. σφηνοειδής κολπος? 7. σφεινοειδές οστό? 8. άνω κόγχη? 9. διάτρητο πέταλο του ηθμοειδούς? 10. περιοχή όσφρησης? 11. οσφρητικά νεύρα? 12. μετωπιαίο οστό? 13. μετωπιαίος κόλπος? 14. ρινικό οστό? 15. ρινικοί χόνδροι? 16. πρόδρομος της ρινικής κοιλότητας? 17. πάνω γναθιαίο οστό? 18. οστέινη υπερώα.
* * *η (Μ μύτη και μούτη και μούττη)1. η μεταξύ τού μετώπου και τού στόματος προεξοχή τού προσώπου ανθρώπου η οποία χρησιμεύει ως όργανο όσφρησης, ρίνα2. (για ζώα) το ρύγχος3. (για πτηνά) το ράμφος4. το οξύ άκρο οποιουδήποτε πράγματος, η αιχμή, η ακίδα (α. «η μύτη τής βελόνας» β. «η μύτη τού ακρωτηρίου» γ. «η μύτη τού παπουτσιού»)νεοελλ.1. στον πληθ. οι μύτεςοι ρώθωνες («άνοιξαν οι μύτες μου»)2. η όσφρηση («έχει γερή μύτη»)3. φρ. α) «έχει ψηλή μύτη» ή «έχει μεγάλη μύτη» ή «έχει μύτη» — είναι ψηλομύτης, είναι περήφανοςβ) «δεν βλέπει ώς την μύτη του» ή «δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του» δεν έχει την ικανότητα να βλέπει τις απώτερες αιτίες τών γεγονότων ή να προβλέπει τα αποτελέσματά τους, είναι στενοκέφαλοςγ) «τόν τραβάει (ή τόν σέρνει) από τη μύτη» — τόν κάνει ό,τι θέλει, τού έχει επιβληθείδ) «χώνει παντού τη μύτη του» — αναμιγνύεται σε πολλές ή ξένες υποθέσειςε) «μού βγήκε από τη μύτη» — πλήρωσα μια μικρή χαρά πολύ ακριβάστ) «τόν τρώει η μύτη του» — πάει γυρεύοντας για να φάει ξύλοζ) «περπατώ στις μύτες» — βαδίζω ακροποδητίη) «τρέχει (ή στάζει) η μύτη του» — έχει καταρροή ή έχει ματώσει η μύτη τουθ) «δεν μάτωσε ούτε μύτη» — λέγεται για αναίμακτη συμπλοκήι) «μπαίνω στη μύτη κάποιου» — ενοχλώ κάποιον4. παροιμ. «η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τή σηκώσει» — είναι φαντασμένος, εγωκεντρικός, ψωροπερήφανοςμσν.φρ. α) «εἶμαι εἰς τὴν μούττην κάποιου» — αντιμετωπίζω κάποιον, έχω συνάφεια, δοσοληψίες με κάποιονβ) «πολεμῶ κάποιου μοῡττες» — πιέζω κάποιον για κάτι προβάλλοντας επιχειρήματα ή εγείροντας αξιώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη η λ. σχηματίστηκε από το αρχ. μύτις*. Ο Αριστοτέλης μάλιστα αναφέρει ότι αρχικά μύτις ονομαζόταν το μέρος εκείνο τού σώματος τών θαλάσσιων ζώων και ειδικότερα τής σουπιάς, το οποίο αναλογούσε ή θεωρούνταν ότι αναλογούσε με την ανθρώπινη ρίνα ή τον μυκτήρα. Στη συνέχεια —σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία αυτή— η χρήση τής λ. επεκτάθηκε και στην ανθρώπινη ρίνα (πρβλ. μυτιᾶν, κατά τον Ησύχ. «αναπνεῖν» — και μυττίς*, κατά τον Ησύχ. «το μέλαν τῆς σηπίας, ὅπερ ἐν τῷ στόματι έχουσα εκκρίνει» με εκφραστικό διπλασιασμό τού -τ-). Παρά τις σημασιολογικές δυσχέρειες μιας τέτοιας ετυμολόγησης, η λ. μπορεί να εκληφθεί ως δηλωτική όχι τόσο τού μυκτήρα όσο τού αδρού φυσήματος που εκβάλλουν οι σουπιές όταν συλληφθούν. Φαίνεται ὅτι η χρήση τής λ. επεκτάθηκε εν συνεχεία στη δήλωση και τού ανθρώπινου οργάνου που μπορεί να εμφανίζει ανάλογες ιδιότητες. Στην Ελληνική άλλωστε παρατηρείται και σε άλλες περιπτώσεις ότι μεταξύ συνωνύμων που δήλωναν όργανα τού σώματος υπερίσχυσαν όσα είχαν έννοια αδρότερη, ειδικότερη ή γενικότερη από εκείνην που αναφερόταν στα συγκεκριμένα όργανα (πρβλ. κόκκαλα αντί ὀστά, μέση αντί ὀσφύς, κοιλιά αντί γαστήρ, βυζί αντί μαστός). Τέλος, η σύνδεση τών μύτις / μυττίς και κατ' επέκταση τού μύτη με το ρ. μύττομαι* «φυσώ τη μύτη» και τα παράγωγα τού μύξα, μυκτήρ, προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες (η απουσία από τη λ. μυτίς τού ουρανικού συμφώνου τού μύττομαι < μύκjω), παρ' ότι είναι ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη].
Dictionary of Greek. 2013.